- δυσπνοϊκός
- -ή, -ό (Α δυσπνοϊκός, -ή, -όν)αυτός που πάσχει από δύσπνοια, ο ασθματικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δυσπνοικῶν — δυσπνοικός short of breath fem gen pl δυσπνοικός short of breath masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσπνοικοῖς — δυσπνοικός short of breath masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσπνοικοί — δυσπνοικός short of breath masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσπνοικούς — δυσπνοικός short of breath masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)